Αν έβλεπες τον κόσμο του Αντρέα από ψηλά θα έμοιαζε κάπως έτσι: ένα καφέ ομοιόμορφο κουτί με παράλληλες σειρές. Ίδιες στο σχήμα, ίδιες στο χρώμα. Φτιαγμένες έτσι ώστε να δείχνουν με τρόπο ξεκάθαρο τον τρόπο και την κατεύθυνση που έχει όποιος βρίσκεται πάνω σε αυτές. Κάθε μέρα οι λωρίδες αυτές γεμίζουν από κόσμο. Κόσμο που κινείται με τον ίδιο τρόπο και προς την ίδια κατεύθυνση. Και αν κάποιος παρεκκλίνει, γρήγορα προσπαθεί να ταιριάξει το βήμα του με τους άλλους.

Και κάποια στιγμή θα δεις ένα κόκκινο σημάδι που ξεχωρίζει ανάμεσα στο μουντό καφέ αυτού του κόσμου. Θα κινείται πιο γρήγορα χωρίς να δίνει σημασία στις γραμμές, ούτε καν στους άλλους που τον κοιτάζουν με βλέμμα παράξενο.

Και κάποια στιγμή ο Αντρέας, αυτό το κόκκινο σημαδάκι θα βρεθεί μπροστά από μια πόρτα που ελάχιστοι είχαν την τύχη να δουν στον κόσμο του. Μια πόρτα που για να τη δει κανείς πρέπει να πει «δε γαμιέται» θα πάω ενάντια στο ρεύμα. Κι ένα ακόμα μεγαλύτερο «δε γαμιέται» θα οδηγήσει έξω από αυτήν. Σε ένα καταπράσινο κόσμο με νέους κανόνες και καινούργιες προκλήσεις.

Όλοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας έχουμε θαυμάσει αυτόν τον άνετο τύπο που φαίνεται να μην τον αγγίζει τίποτα. Αυτός που λέει «δε γαμιέται» εγώ θα το κάνω γιατί το γουστάρω και ότι θέλει ας γίνει. Ή αυτόν που αφιερώνει τα σαββατοκύριακα του θέλοντας να πετύχει αυτό ακριβώς που έχει μέσα στο κεφάλι του.

Μοιάζει απλό;

Το πρόβλημα έρχεται όταν τα «δε γαμιέται» στη ζωή μας αρχίζουν και πληθαίνουν. Όταν μοιάζουμε να αδιαφορούμε για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Όταν το «δεν γαμιέται» πάει πακέτο με πράγματα για τα οποία θα πρέπει να δείξουμε όλο μας το ενδιαφέρον και την προσήλωση.

Πρέπει να διαβάσεις  Θετικη Σκεψη: Εσυ βλεπεις το ποτηρι μισογεματο;
Και είναι ακριβώς τα σημείο στο οποίο τα «δε γαμιέται» γίνονται τόσα ώστε να νιώσουμε άνετα με αυτά, που η ζωή μας παίρνει την κάτω βόλτα και γίνεται πραγματικά σκατά.

Και αυτή η  ικανότητα κάποιου να διαχειρίζεται με σωστό τρόπο σε ποιες καταστάσεις πρέπει απλά να μη δώσει σημασία είναι που κάνει τη ζωή πολύ πολύ πιο εύκολη. Ξαφνικά η αποτυχία μοιάζει λιγότερο τρομαχτική. Η απόρριψη λιγότερο επίπονη. Το όλο θέμα είναι να μάθεις πώς να λες στοχευμένα «δεν γαμιέται».

Μοιάζει εύκολο. Δεν είναι. Αλλιώς η ζωές όλων δεν θα έμοιαζαν με τσαλαπατημένα άδεια κονσερβοκούτια.

Μπορείς ωστόσο να το κάνεις. Να αλλάξεις ρότα. Να πεις τα σωστά «δεν γαμιέται», στη σωστή στιγμή. Και να πως μπορείς να το πετύχεις.

 Τα να λες «δεν γαμιέται» δεν σημαίνει ότι αδιαφορείς. Σημαίνει απλά ότι νιώθεις άνετα στο να διαφέρεις.

Το να βάλεις το κεφάλι στην άμμο γνωρίζοντας για την καταιγίδα που έρχεται δεν πρόκειται να σου προσφέρει καμία απολύτως λύση.

Ας υποθέσουμε ότι ο καλύτερος σου φίλος περνάει μια πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση σε μια περίοδο ου κι εσύ μπορεί να μην είσαι στην καλύτερη οικονομική σου φάση. Αδιαφορία σημαίνει ότι σηκώνει τους ώμους και λες «συγνώμη, αλλά δεν μπορών να σε βοηθήσω». Από την άλλη μπορείς να πεις «δε γαμιέται, θα βοηθήσω τον φίλο μου και ας ζοριστώ για κάποιο διάστημα».

Για να μη δώσεις σημασία σε μια δυσκολία θα πρέπει πρώτα να δώσεις σημασία σε κάτι πιο σημαντικό από τη δυσκολία

Εδώ τα πράγματα είναι απλά. Πολλές φορές δίνουμε σημασία ακόμα και σε μικροπράγματα και ο μόνος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί απλά δεν έχουμε κάτι καλύτερο για να ασχοληθούμε.

Πρέπει να διαβάσεις  20 Απίστευτα γελοίοι λόγοι που σε κρατάνε μακριά από τα όνειρά σου Μέρος 2

Το έχεις δει να συμβαίνει μπροστά σου. Αυτή η κυρία στο super market που κάνει ολόκληρη σκηνή ουσιαστικά χωρίς λόγο. Το πιθανότερο είναι ότι έχει συσσωρεύσει τόσα προβλήματα που η διέξοδός της είναι να δώσει σημασία σε κάτι εντελώς ανούσιο.

Υπάρχει ένας περιορισμός από «δε γαμιέται» που μπορείς να πεις

Όταν κάποιος είναι νέος το «δε γαμιέται» μοιάζει να έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο μιας προσωπικότητας που αναζητά την αλλαγή και ασταμάτητη αναζήτηση. Μοιάζει συνώνυμο της ανεξαρτησίας και αφέλειας της νιότης.

Και μετά μεγαλώνουμε. Και αρχίζουμε να γινόμαστε πιο προσεχτικοί, πιο έμπειροι. Η προσωπικότητά μας σταθεροποιείται και η ικανότητά μας να λέμε «δε γαμιέται» σβήνει και σβήνει μέχρι που φθάνει στο σημείο της «μη ύπαρξης», κάπου εκεί, λίγο πριν από το τέλος των ημερών μας.

Comments

comments